- ἀλλαχόθι
- ἀλλαχόθιelsewhereindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλαχόθι — ἀλλαχόθι επίρρ. (Α) σε άλλο τόπο, αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή, ἀλλαχόθεν) + επιρρ. κατάλ. θι] … Dictionary of Greek
DIELCYSTINDA — exercitationis apud Vett. genus, quod Ludum distractorum Mercurial. vocat. Eius meminit Iul. Pollux his verbis: Η῾ δὲ Διελκυςτίνδα παίζεται μεν` ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ εν ταῖς παλαίςτραις, οὐ μεν` ἀλλὰ καὶ ἀλλαχόθι. Δύο δὲ μοῖραι παίδων εἰσὶν ἕλκουσαι… … Hofmann J. Lexicon universale
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
αλλαχή — ἀλλαχῆ και ἀλλαχῇ επίρρ. (Α) 1. κάπου αλλού, σε άλλο μέρος 2. φρ. «άλλοτε αλλαχή», μια εδώ και μια εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσψυμα αχ , όπως και στα ἀλλαχόθεν, ἀλλαχόθι, ἀλλαχοῦ κ.ά. + επιρρ. κατάλ. ή (και η)] … Dictionary of Greek